- αποσκυδμαινω
- ἀποσκυδμαίνωἀπο-σκυδμαίνωсердиться, гневаться
(τινί Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινί Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσκυδμαίνω — (ΑΜ ἀποσκυδμαίνω και σκύζω) [σκυδμαίνω] είμαι υπερβολικά οργισμένος με κάποιον … Dictionary of Greek
ἀποσκυδμαίνω — ἀπό σκυδμαίνω pres subj act 1st sg ἀπό σκυδμαίνω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)